Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσκαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσκαστ|ος <-η, -ο> [ˈaskastɔs] ΕΠΊΘ

1. άσκαστος (βόμβα):

άσκαστος

2. άσκαστος (λεπτή επιφάνεια, δέρμα):

άσκαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский