Ελληνικά » Γερμανικά

αρχαιοπωλείο [arçɛɔpɔˈliɔ] SUBST ουδ

αρχαιοπώλης (αρχαιοπώλισσα) [arçɛɔˈpɔlis, arçɛɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρχαιοπώλης (αρχαιοπώλισσα)
Antiquitätenhändler(in) αρσ (θηλ)

αρχαιογνωσία [arçɛɔɣnɔˈsia] SUBST θηλ

αρχαιοπρεπ|ής <-ής, -ές> [arçɛɔprɛˈpis] ΕΠΊΘ

αρχαιολόγος [arçɛɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

αρχαιοκαπηλία [arçɛɔkapiˈlia] SUBST θηλ

αρχαιολογικ|ός <-ή, -ό> [arçɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский