Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αποσβεστέος , αποσβένω , απόσβεση και αποσβεστικός

αποσβεστέ|ος <-α, -ο> [apɔzvɛsˈtɛɔs] ΕΠΊΘ

απόσβεσ|η <-εις> [aˈpɔzvɛsi] SUBST θηλ

1. απόσβεση (χρέους, δανείου):

Tilgung θηλ
Tilgungsmodalitäten θηλ πλ
Tilgungsmodus αρσ ενικ
Tilgungsplan αρσ

2. απόσβεση (μείωση της αξίας) ΟΙΚΟΝ:

Abschreibung θηλ
Sonderabschreibungen θηλ πλ

3. απόσβεση (κόστους μηχανήματος: με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):

Amortisation θηλ

4. απόσβεση (φωτιάς):

Löschen ουδ

5. απόσβεση (εξαφάνιση):

Auslöschen ουδ

6. απόσβεση ΦΥΣ (σε εκκρεμές):

Dämpfung θηλ

I . αποσβέ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔˈzvɛnɔ] VERB μεταβ

1. αποσβένω (δάνειο):

2. αποσβένω (πράγμα αγορασμένο με δόσεις):

3. αποσβένω (σε ισολογισμό):

4. αποσβένω (το κόστος μηχανήματος με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):

5. αποσβένω (εξαφανίζω):

II . αποσβένομαι VERB αυτοπ ρήμα

αποσβεστικ|ός <-ή, -ό> [apɔzvɛstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский