Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσαθρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσαθρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔsaˈθrɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποσαθρώνω (καθιστώ σάπιο):

αποσαθρώνω

2. αποσαθρώνω (πράγμα εκτεθειμένο στον καιρό, έξω):

αποσαθρώνω

3. αποσαθρώνω μτφ (χαλάω, διαφθείρω):

αποσαθρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский