Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απομυζώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απομυζ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔmiˈzɔ] VERB μεταβ

1. απομυζώ (κάποια ουσία):

απομυζώ

2. απομυζώ μτφ:

απομυζώ (φρούτο) (ανθρώπους)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский