Ελληνικά » Γερμανικά

I . απ|ευθύνω <-ηύθυνα, -ευθύνθηκα, -ευθυσμένος> [apɛfˈθinɔ] VERB μεταβ

απευθύνω σε
richten an +αιτ

II . απευθύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με απευθύνω

απευθύνω το λόγο σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский