Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απευθυσμένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απευθυσμένο [apɛfθizˈmɛnɔ] SUBST ουδ

απευθυσμένο
Mastdarm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский