Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απειλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απειλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apiˈlɔ] VERB μεταβ

1. απειλώ (διατυπώνω απειλή):

2. απειλώ (αποτελώ κίνδυνο):

απειλώ κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский