Ελληνικά » Γερμανικά

απείραχτ|ος <-η, -ο> [aˈpiraxtɔs] ΕΠΊΘ

1. απείραχτος (αντικείμενο):

απείραχτος

2. απείραχτος (άνθρωπος):

απείραχτος
απείραχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский