Ελληνικά » Γερμανικά

απαισιόδοξ|ος <-η, -ο> [apɛsiˈɔðɔksɔs] ΕΠΊΘ

απαισιόδοξος

απαισιόδοξ|ος (-η) [apɛsiˈɔðɔks|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

απαισιόδοξος (-η)
Pessimist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский