Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαίδευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαίδευτ|ος <-η, -ο> [aˈpɛðɛftɔs] ΕΠΊΘ (αμόρφωτος)

απαίδευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский