Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αοριστολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αοριστολογ|ώ <-είς, -ησα> [aɔristɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

αοριστολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский