Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανώδυνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανώδυν|ος <-η, -ο> [aˈnɔðinɔs] ΕΠΊΘ

1. ανώδυνος (χωρίς σωματικό ή ψυχικό πόνο):

ανώδυνος

2. ανώδυνος μτφ (ασήμαντος, μικρός):

ανώδυνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский