Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανύψωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανύψωσ|η <-εις> [aˈnipsɔsi] SUBST θηλ

1. ανύψωση (σήκωμα):

ανύψωση
Hochheben ουδ

2. ανύψωση (τοίχου, αύξηση: τιμών):

ανύψωση
Erhöhung θηλ

3. ανύψωση (ανάβαση):

ανύψωση
Aufstieg αρσ

4. ανύψωση (σημαίας):

ανύψωση
Hissen ουδ

5. ανύψωση (άγκυρας):

ανύψωση
Einholen ουδ
ανύψωση
Hieven ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский