Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιστάθμισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιστάθμισμα [andiˈstaθmizma] SUBST ουδ

1. αντιστάθμισμα (αντίβαρο):

αντιστάθμισμα και μτφ
Gegengewicht ουδ

2. αντιστάθμισμα (ανταμοιβή):

αντιστάθμισμα
Belohnung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский