Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιγράφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιγρά|φω <-ψα, -φ(τ)ηκα, -μμένος> [andiˈɣrafɔ] VERB μεταβ

1. αντιγράφω (γράφοντας) ΣΧΟΛ:

αντιγράφω

2. αντιγράφω (μιμούμαι):

αντιγράφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский