Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίληψή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίληψ|η <-εις> [anˈdilipsi] SUBST θηλ

2. αντίληψη (ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς):

3. αντίληψη (άποψη, πεποίθηση):

Ansicht θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский