Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντιληπτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιληπτ|ός <-ή, -ό> [andilipˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. αντιληπτός (με τις αισθήσεις):

αντιληπτός
γίνομαι αντιληπτός

2. αντιληπτός (κατανοητός):

αντιληπτός

Παραδειγματικές φράσεις με αντιληπτός

γίνομαι αντιληπτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский