Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ηρεμία , ανημπόρια , ανησυχία , ανηφόρα , ανήμερα , ανηλεής και απανεμιά

ηρεμία [irɛˈmia] SUBST θηλ (και ψυχική)

ανημποριά [animbɔˈri̯a], ανημπόρια [animˈbɔria] SUBST θηλ

απανεμιά [apanɛˈmɲa] SUBST θηλ

ανηλε|ής <-ής, -ές> [anilɛˈis], ανήλε|ος [aˈnilɛɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

ανηφοριά [anifɔˈri̯a], ανηφόρα [aniˈfɔra] SUBST θηλ

ανησυχία [anisiˈçia] SUBST θηλ

1. ανησυχία (έλλειψη ησυχίας, ανυπομονησία):

Unruhe θηλ

2. ανησυχία (στενοχώρια, σκέψεις):

Besorgnis θηλ
Interessen ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский