Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανελκύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανελκύ|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anɛlˈciɔ] VERB μεταβ

1. ανελκύω (σηκώνω):

ανελκύω

2. ανελκύω (πλοίο: μετά από προσάραξη):

ανελκύω

3. ανελκύω (ναυάγιο):

ανελκύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский