Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανελεύθερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανελεύθερ|ος <-η, -ο> [anɛˈlɛfθɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. ανελεύθερος (μη ελεύθερος):

ανελεύθερος

2. ανελεύθερος (μη φιλελεύθερος):

ανελεύθερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский