Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφύτευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφύτευσ|η <-εις> [anaˈfitɛfsi] SUBST θηλ

1. αναφύτευση (ξαναφύτεμα):

αναφύτευση
Neupflanzung θηλ

2. αναφύτευση (μεταφύτευση):

αναφύτευση
Umpflanzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский