Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναφυλαξία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναφυλαξία [anafilaˈksia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

αναφυλαξία
Anaphylaxie θηλ
παθητική αναφυλαξία

Παραδειγματικές φράσεις με αναφυλαξία

παθητική αναφυλαξία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский