Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατινάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανατινά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [anatiˈnazɔ] VERB μεταβ

1. ανατινάζω (με εκρηκτική ύλη):

ανατινάζω

2. ανατινάζω (κουνάω πάνω κάτω):

ανατινάζω

II . ανατινάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ανατινάζομαι (αναπηδώ):

2. ανατινάζομαι (γέφυρα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский