Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανατ|έλλω <-ειλα> [anaˈtɛlɔ] VERB αμετάβ

1. ανατέλλω (ήλιος, ουράνιο σώμα):

ανατέλλω

2. ανατέλλω μτφ (ημέρα, εποχή):

ανατέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский