Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπληρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anapliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. αναπληρώνω (συμπληρώνω):

αναπληρώνω

2. αναπληρώνω (αντικαθιστώ):

αναπληρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский