Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπλάθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπλάθω [anaˈplaθɔ]

αναπλάθω s. αναπλάσσω

Βλέπε και: αναπλάσσω

αν|απλάσσω <-έπλασα, -απλάστηκα, -απλασμένος> [anaˈplasɔ] VERB μεταβ

1. αναπλάσσω (αναμορφώνω):

2. αναπλάσσω (αναδημιουργώ):

3. αναπλάσσω (επαναφέρω στη μνήμη μου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский