Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπηρική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
αναπηρική καρέκλα
Rollstuhl αρσ
Rollstuhl αρσ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „αναπηρική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
αναπηρική καρέκλα θηλ
ανάπηρος αρσ (ανάπηρη) θηλ (σε αναπηρική καρέκλα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский