Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακρίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ακρίνω <-έκρινα, -ακρίθηκα, -ακριμένος> [anaˈkrinɔ] VERB μεταβ

ανακρίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский