Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάκριση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάκρισ|η <-εις> [aˈnakrisi] SUBST θηλ

1. ανάκριση (εξέταση):

ανάκριση
Untersuchung θηλ

2. ανάκριση (σειρά ερωτήσεων):

ανάκριση
Verhör ουδ
κάνω ανάκριση σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με ανάκριση

κάνω ανάκριση σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский