Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακινώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anaciˈnɔ] VERB μεταβ

1. ανακινώ (υγρό):

ανακινώ

2. ανακινώ μτφ (θέμα):

ανακινώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский