Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακηρύσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακηρύ|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [anaciˈrisɔ] VERB μεταβ

1. ανακηρύσσω (γνωστοποιώ δημόσια):

ανακηρύσσω

2. ανακηρύσσω (αναγορεύω):

ανακηρύσσω
ernennen +nom zu +δοτ
ανακηρύσσω κάποιον ως άγιο

Παραδειγματικές φράσεις με ανακηρύσσω

ανακηρύσσω κάποιον ως άγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский