Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναδιανέμω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναδι|ανέμω <-ένειμα, -ανεμήθηκα, -ανεμημένος> [anaðiaˈnɛmɔ] VERB μεταβ

αναδιανέμω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский