Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [anaˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. αναδεύω (φαγητό, καφέ):

αναδεύω

2. αναδεύω (σκέψεις):

II . αναδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [anaˈðɛvɔ] VERB αμετάβ (είμαι ανήσυχος)

αναδεύω

III . αναδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αναδεύομαι (κουνιέμαι: σε κάθισμα):

2. αναδεύομαι (στο κρεβάτι):

Παραδειγματικές φράσεις με αναδεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский