Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλεξιπτωτιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεξιπτωτιστής (αλεξιπτωτίστρια) [alɛksiptɔtisˈtis, alɛksiptɔˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αλεξιπτωτιστής:

αλεξιπτωτιστής (αλεξιπτωτίστρια)
Fallschirmspringer(in) αρσ (θηλ)

2. αλεξιπτωτιστής ΣΤΡΑΤ:

αλεξιπτωτιστής (αλεξιπτωτίστρια)

Παραδειγματικές φράσεις με αλεξιπτωτιστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский