Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλεξήλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεξήλιο [alɛˈksiliɔ] SUBST ουδ

αλεξήλιο
Sonnenblende θηλ
αλεξήλιο οδηγού/συνοδηγού

Παραδειγματικές φράσεις με αλεξήλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский