Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακοντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ακοντί|ζω <-σα> [akɔnˈdizɔ] VERB αμετάβ (ρίχνω το ακόντιο)

ακοντίζω

II . ακοντί|ζω <-σα> [akɔnˈdizɔ] VERB μεταβ

1. ακοντίζω (χτυπώ με το ακόντιο):

ακοντίζω

2. ακοντίζω (εκσφενδονίζω):

ακοντίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский