Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιτιατό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιτιατό [ɛtiaˈtɔ] SUBST ουδ

αιτιατό
Wirkung θηλ
αίτιο και αιτιατό
Ursache θηλ und
αίτιο και αιτιατό
Wirkung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αιτιατό

αίτιο και αιτιατό
Ursache θηλ und

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский