Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδύνατος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδύνατ|ος <-η, -ο> [aˈðinatɔs] ΕΠΊΘ

1. αδύνατος (πολύ λεπτός):

αδύνατος

2. αδύνατος (χωρίς δύναμη):

αδύνατος
schwacher Punkt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αδύνατος

αδύνατος σαν στέκα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский