Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άδυτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άδυτο [ˈaðitɔ] SUBST ουδ (ναού)

άδυτο
Sanktuarium ουδ
τα άδυτα μτφ
das tiefste Innere ουδ ενικ
das Allerheiligste ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский