Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρσ|η <-εις> [ˈarsi] SUBST θηλ

1. άρση (κατάργηση):

άρση
Aufhebung θηλ

2. άρση ΜΟΥΣ:

άρση
Arsis θηλ

3. άρση ΑΘΛ:

άρση βαρών
Gewichtheben ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με άρση

άρση βαρών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский