Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κολομβιανός , Κολομβιανός , κολοβώνω και Κολομβία

κολομβιαν|ός <-ή, -ό> [kɔlɔɱvjaˈnɔs] ΕΠΊΘ

Κολομβιαν|ός (-ή) [kɔlɔɱvjaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Κολομβία [kɔlɔɱˈvia] SUBST θηλ

κολοβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kɔlɔˈvɔnɔ] VERB μεταβ

1. κολοβώνω (κόβω την ουρά, την άκρη):

2. κολοβώνω (ακρωτηριάζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский