Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αλγερινός , Αλγερινός και αλγεινός

αλγεριν|ός <-ή, -ό> [aljɛriˈnɔs] ΕΠΊΘ

Αλγεριν|ός (-ή) [aljɛriˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αλγειν|ός <-ή, -ό> [aljiˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. αλγεινός (οδυνηρός):

2. αλγεινός (δυσάρεστος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский