Ελληνικά » Γερμανικά

Ο, ο [ˈɔmikrɔn]

ο [ɔ] ΆΡΘ

ο
der

γητευτής (ο), γητεύτρια (η) SUBST

Καταχώριση χρήστη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Ελληνικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский