Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „verselbständigen verselbstständigen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

verselb(st)ständigen VERB αυτοπ ρήμα

verselb(st)ständigen sich verselbständigen:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "verselbständigen verselbstständigen" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский