Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „verfuhrwerken“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

verfuhrwerken VERB μεταβ CH

verfuhrwerken s. verpfuschen

Βλέπε και: verpfuschen

verpfuschen VERB μεταβ

2. verpfuschen (Leben):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "verfuhrwerken" σε άλλες γλώσσες

"verfuhrwerken" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский