Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρημάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ρημά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [riˈmazɔ] VERB μεταβ

1. ρημάζω (αφανίζω):

ρημάζω

2. ρημάζω (τη ζωή μου):

ρημάζω

II . ρημά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [riˈmazɔ] VERB αμετάβ (καταστρέφομαι)

ρημάζω

Παραδειγματικές φράσεις με ρημάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский