Γερμανικά » Ελληνικά

verborgen1 [fɛɐˈbɔrgən] VERB μεταβ

verborgen2 ΕΠΊΘ

2. verborgen (abgelegen):

Παραδειγματικές φράσεις με verborgener

verborgener/verdeckter Mangel

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский