Γερμανικά » Ελληνικά

kläffen [ˈklɛfən] VERB αμετάβ μειωτ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Hunde kläffen, während er beten will.
de.wikipedia.org
Er beginnt zu kläffen und auf die beiden zuzulaufen, so dass sie fliehen müssen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

"kläffen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский