Γερμανικά » Ελληνικά

II . passen [ˈpasən] VERB μεταβ (anpassen, einpassen)

Παραδειγματικές φράσεις με küsste

sie küsste ihn auf den Mund

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский